θειοπρόπος

θειοπρόπος
θειο-πρόπος, , poet. for θεοπρόπος, IG12(5).893.6 (Tenos, ii/iii A.D.); ἔγγονε θειοπρόπων,
A = θεοπροπίδης, Orac. ap. Porph.Abst.2.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θειοπρόπος — θειοπρόπος, ό (Α) ποιητ. τ. τού θεοπρόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. θείο * + πρέπω. Βλ. και θεοπρόπος] …   Dictionary of Greek

  • θειοπρόποιο — θειοπρόπος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοπρόπων — θειοπρόπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”